- παράμαλλο
- τοκάθε νήμα του παραγαδιού που έχει αγκίστρι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παράμαλλο — το (αλιευτ.) α) καθένα από τα νήματα που έχει το παραγάδι και τα οποία φέρουν άγκιστρα β) το μικρό λεπτό νήμα τής πετονιάς που φέρει το αγκίστρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + μαλλί] … Dictionary of Greek
παράμπολο — το (αλιευτ.) το παράμαλλο … Dictionary of Greek
πλοκάμι — το, Ν 1. πόδι μαλακίου και ιδιαίτερα χταποδιού, πλόκαμος 2. ο πλόκαμος τών μαλλιών, πλεξούδα 3. (αλιευτ.) άλλη κοινή ονομασία για το παράμαλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < *πλοκάμιον, υποκορ. τού αρχ. πλόκαμος] … Dictionary of Greek
πλοκάμι — το ιού 1. πλεξούδα μαλλιών, κοτσίδα. 2. βραχίονας του χταποδιού και άλλων μαλακίων (καλαμαριού, σουπιάς κτλ.): Άπλωσε τα πλοκάμια του το τεράστιο καλαμάρι κι έζωσε τον κινητήρα του υποβρυχίου. 3. το καθένα από τα σκοινιά του παραγαδιού, παράμαλλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)